Listeners:
Top listeners:
Simple Radio
Simple Radio Greek Greek Edition
Η ομάδα ΠΥΡ επανασυστήνει στο κοινό το εμβληματικό έργο της ρώσικης και παγκόσμιας λογοτεχνίας «Άννα Καρένινα» μέσα από μία πρωτότυπη μεταφορά στο σήμερα.
Μία γυναίκα κι ένας άνδρας, η Άννα και ο Λέβιν, σε δύο παράλληλες ιστορίες αναζητούν το νόημα της ύπαρξής τους διεκδικώντας με τον δικό τους τρόπο την προσωπική ελευθερία μέσα σε μια ασφυκτικά συμβατική κοινωνία που κατηγοριοποιεί στερεοτυπικά τους ανθρώπους και καταλήγει να συνθλίβει τη φύση τους. Η πορεία του αγώνα τους και τελικά η μοίρα τους θα είναι εντελώς διαφορετικές.
Ο Λέων Τολστόι στο κλασικό αυτό αριστούργημα ανατέμνει την σύμβαση του γάμου και της οικογένειας όπως αυτή υπάρχει τον 19ο αιώνα. Αν ωστόσο κάθε μεγάλο έργο είναι προορισμένο να ξεπερνά την εποχή του, τότε οι άλυτες συγκρούσεις του ασυνείδητου, της φύσης, της ψυχής του ανθρώπου με την κοινωνία όπου ζει και την ταυτότητα που αποκτά μέσα σε αυτή, όπως τις φωτίζει ο μεγάλος Ρώσος κλασικός, αποτελούν σήμερα ένα νέο, ζωντανό πεδίο μάχης.
Με την «ΚΑΡΕΝΙΝΑ» οι ΠΥΡ δημιουργούν ένα ιδιοσυγκρασιακό εγχείρημα ειδικά σχεδιασμένο για τρεις ηθοποιούς και για το Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες.
Η σκηνοθέτις, Iώ Βουλγαράκη και ο πρωταγωνιστής, Δημήτρης Γεωργιάδης μιλούν για την παράσταση και για όλα όσα θα δούμε στο θέατρο Θησείον!
Η παράσταση εστιάζει στην «πρωτότυπη μεταφορά στο σήμερα» του έργου. Ποια στοιχεία της «Άννας Καρένινα» σας οδήγησαν στην επιλογή να εστιάσετε στο σήμερα και πώς τα κοινωνικά συμφραζόμενα του σήμερα επηρεάζουν την ερμηνεία του έργου;
Ιώ Βουλγαράκη: Πάντοτε ένιωθα για αυτό το μυθιστόρημα ότι είναι ένα σημερινό υλικό. Όταν το πρωτοδιάβασα, πολλά χρόνια πριν, δε μου φάνηκε σε τίποτα μακρινό ή ξένο και παρότι ήμουν πολύ νέα και δε με αφορούσαν τότε οι συμβάσεις για τις οποίες γράφει ο Τολστόι, την αγάπησα αυτή την ηρωίδα για λόγους που δεν συνειδητοποιούσα. Αυτό είναι το μυστήριο του συλλογικού τραύματος, φαίνεται. Το φέρεις χωρίς καν να το γνωρίζεις. Εννοώ ότι πέρα από συνήθειες, κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς και γούστα μιας περασμένης εποχής, η ιστορία της Άννας στην ουσία της είναι εντελώς σύγχρονη και αφορά κάθε γυναίκα είτε το αντιλαμβάνεται είτε όχι: μια παντρεμένη γυναίκα που είναι και μητέρα συνθλίβεται από την κοινωνία και από την ίδια την ενοχή της, την οποία αυτή η κοινωνία έχει φροντίσει να θρέψει, επειδή ερωτεύτηκε. Μέχρι σήμερα η γυναικεία απιστία αντιμετωπίζεται εντελώς διαφορετικά από την ανδρική, πόσω μάλλον αν η γυναίκα έχει και παιδί ή παιδιά. Εξαρχής λοιπόν θέλαμε με τον Αργύρη τον Ξάφη, με τον οποίο συνεργαστήκαμε στη δραματουργία της παράστασης και ο οποίος υπογράφει αυτό το νέο κείμενο, να βρεθούν η γλώσσα και ο μηχανισμός της παράστασης που θα αποκαλύπτουν ακριβώς αυτή τη διαχρονικότητα του υλικού. Υπάρχουν γυναίκες θεάτριες που έρχονται στην παράσταση και λένε «το έχω ζήσει αυτό» και αιφνιδιάζονται γιατί κάτι άλλο περιμένουμε όλοι, φαίνεται, όταν ακούμε «Άννα Καρένινα». Περιμένουμε ίσως το πάθος και το love story κι όχι την αγριάδα μιας χειραφέτησης. Όμως περί αυτού πρόκειται.
Δημήτρης Γεωργιάδης: Παρά τις πολλές αλλαγές που συμβαίνουν προς το καλύτερο, παρά το ότι η θέση της γυναίκας, έστω και αργά, βελτιώνεται στην κοινωνία μας, θεωρώ πως στην ουσία η θέση του άντρα, τόσο στη Ρωσία του 1870 όσο και στην Ελλάδα του 2024, παραμένει ασφυκτικά κυρίαρχη. Εγώ, ας πούμε, μεγάλωσα στην ελληνική επαρχία, στην Κέρκυρα, και παρότι στο σπίτι μας υπήρχε αλληλοσεβασμός, τρυφερότητα και αγάπη, με τέτοιες αξίες, πατριαρχικές, γαλουχήθηκα κι όχι επειδή το επιδίωξε κανείς, αλλά επειδή αυτά είναι τα θεμέλια πάνω στα οποία είναι φτιαγμένο το οικοδόμημα της καθημερινότητάς μας, της δουλειάς μας, της διασκέδασής μας και τελικά οι σχέσεις μας. Έχουμε εσωτερικευμένη πατριαρχία, όλοι. Όταν γεννήθηκε η ιδέα στον Τολστόι για ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται σε μια παντρεμένη γυναίκα που ερωτεύεται έναν άλλο άντρα, ο πρώτος τίτλος που είχε σημειώσει ήταν το υποτιμητικό «Μπράβο σου, γκομενάκι» (στα ρωσικά «Молодец баба»), πριν ακόμα, φυσικά, συλλάβει αυτή την ηρωίδα σε όλο της το βάθος και γράψει κάτι τελείως άλλο. Μας είναι άραγε τόσο ξένη αυτή η αντιμετώπιση της γυναίκας – μάνας που απατά τον άντρα της; Έχουμε αποκτήσει τέτοιο χώρο ως κοινωνία ώστε να δεχθούμε εξίσου την απιστία του άντρα και της γυναίκας; Αυτή είναι η αναμέτρηση της «Καρένινα», αυτός είναι ο καθρέφτης που προσπαθούμε να υψώσουμε, πρώτα σε εμάς τους ίδιους, τους και τις δημιουργούς της παράστασης. Και ασφαλώς στην Ελλάδα των γυναικοκτονιών, η αυτοκτονία της Άννας επίσης απαιτεί ερμηνεία και ειδική αντιμετώπιση, κάτι που η παράσταση το τολμά.
Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε κατά την διασκευή του κειμένου του Τολστόι για τις ανάγκες της παράστασης; Πώς πετύχατε να διατηρήσετε την ουσία του έργου, μεταφέροντάς το ταυτόχρονα στο σήμερα; Τι αφαιρέσατε; Τι διατηρήσατε;
Ιώ Βουλγαράκη: Καταρχάς να πω ότι πρόκειται για μεταγραφή και όχι απλώς διασκευή, που σημαίνει ότι μέσα από πολλή δουλειά ο Αργύρης παρέδωσε ένα νέο κείμενο. Είναι σαν να έχει βάλει ό,τι κρατήσαμε από τον Τολστόι σε ένα χωνευτήρι και να έχει προκύψει ένα νέο υλικό απολύτως τολστοϊκό αλλά και πρωτότυπο συγχρόνως. Σίγουρα το μεγάλο στοίχημα σε μια τέτοια διαδικασία είναι να μην ξεχάσεις τι προσπαθείς εσύ να πεις παραστασιακά. Δηλαδή να μη σε νοιάζει να τα πεις και να τα εξηγήσεις όλα, τόσο σε επίπεδο πλοκής όσο και σε επίπεδο χαρακτήρων. Αφαιρέσαμε πάρα πολλά. Είναι ένα μυθιστόρημα – ωκεανός, η διαδικασία της μεταγραφής θέλει αυστηρή επιλογή, αυστηρούς άξονες, γενναίες δραματουργικές επιλογές και πύκνωση για να μη πνιγείς μέσα του. Το σημαντικό στο δικό μας εγχείρημα, νομίζω, είναι η ανάδειξη και της ιστορίας του Λέβιν, ενός ήρωα στον οποίο ο Τολστόι αφιερώνει το μισό βιβλίο αλλά οι περισσότερες θεατρικές και κινηματογραφικές μεταφορές αποφεύγουν γιατί στερείται η δική του ιστορία των μεγάλων δραματικών συμβάντων που έχει η ιστορία της Άννας, οπότε δεν ξέρεις ως δημιουργός πώς ακριβώς να τον αντιμετωπίσεις. Οι ιστορίες της Άννας και του Λέβιν είναι παράλληλες και λειτουργούν πότε συμπληρωματικά και πότε αντιστικτικά, η παράσταση επινοεί κάποιες συναντήσεις των δύο προσώπων εντελώς μεταφυσικές και ανεξήγητες και δημιουργεί μια σύνδεση μεταξύ τους που τελικά βαθαίνει όσο οι ιστορίες προχωράνε χωρίς όμως ποτέ αυτοί οι παράλληλοι βίοι να τέμνονται σε μια κανονική πραγματικότητα.
Δημήτρης Γεωργιάδης: Η πρόκληση για το άτομο που βρίσκεται στη σκηνή, έτσι όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, είναι να απευθυνθεί στην ψυχή των θεατών. Στην «Καρένινα» επιλέξαμε έναν τρόπο σκηνικής αφήγησης που ζητάει από την καθιερωμένη γραμμική, λογική πρόσληψη να κάνει στην άκρη και να δώσει τη θέση της στις αισθήσεις, στο όνειρο, στο ανοίκειο και στη φαντασία. Ας πούμε, για παράδειγμα, ξεκινάμε με μια σκηνή που είναι ένα όνειρο μέσα στο όνειρο μέσα στο όνειρο, δηλαδή μια φέτα ασυνείδητου της Άννας πριν ακόμα καταλάβει το κοινό ποιος είναι ποιος και πού βρισκόμαστε. Οι άνθρωποι ούτως ή άλλως δημιουργούμε αφηγήσεις για καθετί που μας περιβάλλει και οι περισσότερες είναι ψυχικές, ιδιοσυγκρασιακές, έτσι είμαστε φτιαγμένοι, μια γνώριμη μυρωδιά, ένας ήχος, μια εικόνα και αμέσως όλο μας το «είναι» βρίσκεται κάπου αλλού, σε μια άλλη ιστορία, από αυτές τις ιστορίες που μας έχουν διαμορφώσει, που είναι «χαραγμένες» μέσα μας, έτσι δεν λέμε; Η πρόκληση, λοιπόν, ήταν ο διάλογος με αυτό το «χαραγμένο» βίωμα των θεατών και η δημιουργική ελευθερία σε αυτή την περίπτωση περισσότερο μοιάζει με δημιουργική καταβύθιση. Δεν έχω ξαναδεί τόσα όνειρα μαζεμένα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα όσα είδα στην διάρκεια των προβών της «Καρένινα». Τώρα ως προς το γεγονός ότι είμαστε τρεις, αυτό σημαίνει διαρκείς εσωτερικές εναλλαγές ενέργειας με ελάχιστα στοιχεία εξωτερικής μεταμόρφωσης.
Ιώ Βουλγαράκη: Η παράσταση εμπλέκει σχεδόν όλο το χώρο του θέατρου, ο κόσμος παρακολουθεί μια σκηνή στο φουαγιέ, άλλες σκηνές τις ακούει, ενώ κάθεται, να συμβαίνουν στις τουαλέτες και στα καμαρίνια, παίζουμε με όλη την πραγματικότητα του θεάτρου, πόρτες, αναβατόρια, σκαλιά, τα πάντα. Αυτό δεν συμβαίνει ακριβώς διαδραστικά, αλλά με έναν λεπτό χειρισμό πάνω στον οποίο κάθε βράδυ ακροβατούμε, ανοίγοντας δηλαδή, όσο η παράσταση προχωράει, τη φαντασία και την σχέση των θεατών με το χώρο αλλά και τη δική μας σχέση μαζί τους ταυτόχρονα.
Δημήτρης Γεωργιάδης: Η «Καρένινα» φτιάχτηκε από κάθε άποψη ειδικά για το Θησείον. Πρόκειται για ένα θέατρο που αφήνει χώρο για φαντασία, για παιχνίδι, για δημιουργική «τρέλα». Είναι ένας χώρος ελευθερίας. Η σκηνογράφος μας η Anna Fedorova είδε σε αυτή τη μακρόστενη σκηνή έναν χώρο όπου νιώθεις ότι βρίσκεσαι κάπου όχι συγκεκριμένα, κάπου «ανάμεσα», σαν transit zone, σαν χώρο μεταφόρτωσης υλικών ή κάποιου είδους ντεπό τραίνων. Ό,τι βρίσκεται εκεί, είναι εκεί για να πάει κάπου αλλού. Γι’αυτό δεν πάμε στο θέατρο άλλωστε; Για να πάμε κάπου «αλλού»;
Ιώ Βουλγαράκη: Είναι τόσο προσωπικό κάθε φορά το τι κρατάμε φεύγοντας από το θέατρο. Κάποια στιγμή, λίγο πριν το τέλος της παράστασης, η Δέσποινα Κούρτη λέει τη φράση «το αίμα των γυναικών που προσπαθούν να χωρέσουν στις προσδοκίες άλλων δεν έχει τελειωμό» και μέχρι στιγμής σε κάθε παράσταση όλος ο κόσμος συντονίζεται αυθόρμητα και χειροκροτά. Χτυπάει μια φλέβα αυτή η φράση σήμερα – να το πάλι το τραύμα που φέρουμε – κι αυτό ούτε το προβλέψαμε στις πρόβες ούτε το επιδιώξαμε. Ιδανικά, αυτό θα ήθελα, να καθρεφτίσουν η Άννα και ο Λέβιν κάτι από τη ζωή των θεατών, των σημερινών, από τη ζωή μας, με έναν τρόπο ενδυναμωτικό.
Δημήτρης Γεωργιάδης: Ότι έχει τη δύναμη να αλλάξει το αφήγημα της ζωής του.
Ιώ Βουλγαράκη: Όπως και τόσες άλλες ομάδες που μετράνε αρκετά χρόνια μαζί, προσπαθούμε να υπάρξουμε χωρίς καλλιτεχνικές εκπτώσεις, να μελετάμε, να ερευνούμε και να κολυμπάμε σε άγνωστα νερά κάθε φορά, μέσα σε εξουθενωτικές οικονομικές συνθήκες. Δεν ξέρω πόσες φορές έχω πει στον εαυτό μου «δεν μπορώ να το κάνω αυτό». Αυτή είναι η ευρύτερη πραγματικότητα και, για μένα, καίει, εξαντλεί τους δημιουργούς και τερματίζει τα επίπεδα άγχους έτσι που χρειαζόμαστε τρομερά καλλιτεχνικά αντισώματα για να διατηρήσουμε την συγκέντρωση και τη χαρά, που κατά τη γνώμη μου χρειάζεται αυτή η δουλειά. Θα ήθελα πολύ να απαντήσω κάτι ρομαντικό και τρυφερό για την πορεία των ΠΥΡ, των πιο αγαπημένων μου συνοδοιπόρων, και την ομαδική δημιουργία αλλά είμαστε στη χρονιά που το Υπουργείο Πολιτισμού δεν αξιολόγησε δεκάδες θεατρικά σχήματα γιατί ήταν θολή η σφραγίδα του λογιστή στην πρόταση που κατέθεσαν. Δεν ξέρεις να γελάσεις ή να κλάψεις! Θέλω να πω, χρειαζόμαστε ένα σοβαρό πλαίσιο. Είναι αδύνατο αλλιώς να υπάρξουμε.
Δημήτρης Γεωργιάδης: Οι ΠΥΡ είναι, για μένα, ένας χώρος ασφάλειας, εκεί όπου είμαι πιο ελεύθερος να δοκιμάζω από οπουδήποτε αλλού. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε είναι κυρίως δυσκολίες σε επίπεδο παραγωγής και βιωσιμότητας. Φυσικά και το να παραμένουμε ανοιχτοί ο ένας απέναντι στον άλλο μέσα στα χρόνια δεν είναι απλό, θέλει δουλειά να συναντιόμαστε ξανά και ξανά, όπως σε κάθε σχέση. 10 χρόνια είναι πάρα πολλά και δεν έχω καμία βεβαιότητα για ό,τι έρχεται την προσεχή δεκαετία παγκοσμίως.
Ακολουθήστε το simpleradio.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Written by: Ομάδα Σύνταξης
Culture Live The Good Life Αγάπη Αν άνδρας άνθρωποι άννα καρένινα απιστία αυτοκτονία βιβλίο γυναίκα γυναίκες διάστημα εκπτώσεις ελευθερία Ελλάδα έργο εσύ ζωή Θέατρο ιστορία κανόνες κέρκυρα Κοινωνία Κόσμος μεταφορές μητέρα μυθιστόρημα μυστήριο Νέα όχι παιδί παιδιά πορεία που Ρωσία σκηνές σπίτι συγκέντρωση συνήθειες σχέσεις σχέση τραύμα Υπουργείο Πολιτισμού φέτα φύση χαρά
Post comments (0)