Πολιτισμός

Γιώργος Λάνθιμος vs Γουές Άντερσον: Ποιος από τους δύο είναι ο…«ξεπερασμένος»;

todayJune 12, 2025 12

Background

Σε αυτό το σημείο, γνωρίζουμε όλοι τι να περιμένουμε από μια ταινία του Γουές Άντερσον: σκηνικά με χειρουργική ακρίβεια, χρωματική αρμονία βγαλμένη από σεμινάριο καλών τεχνών, ένα λαμπερό ensemble cast, και φυσικά εκείνη τη χαρακτηριστική νεκρική ψυχραιμία στους διαλόγους που καθιστά ακόμη και το πιο ανεπαίσθητο σήκωμα φρυδιού ή συστροφή των χειλιών σχεδόν… μελοδραματικό ξέσπασμα.

Κι όμως, όσο και να αγαπά κανείς το ύφος του Άντερσον, δεν είναι πια δύσκολο να απογοητευτεί. Η τελευταία του ταινία, The Phoenician Scheme, αν και θεαματική οπτικά, καταλήγει να νιώθει κούφια. Με πρωταγωνιστή τον Μπενίσιο ντελ Τόρο στον ρόλο ενός πανίσχυρου μεγιστάνα και τη Μία Θριπλτον ως κόρη του που επιστρέφει από μοναστήρι για να γίνει… κληρονόμος του, η ταινία μοιάζει περισσότερο με βιτρίνα παρά με ζωντανό αφήγημα.

Αυτό το στυλ της νεκρής ερμηνείας, όμως, δεν είναι σε καμία περίπτωση παρωχημένο. Το απέδειξε ξανά και ξανά ο Γιώργος Λάνθιμος, ο οποίος εδώ και χρόνια δείχνει ότι οι παράξενες ατάκες μπορούν να είναι αποκαλυπτικές, ακόμα και συγκινητικές. Στον Αστακό (The Lobster) ή στο Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού (The Killing of a Sacred Deer), η επιλογή των λέξεων στο σενάριο αποτυπώνει την εσωτερική απομόνωση των ηρώων.

Η διαφορά είναι ότι στον Λάνθιμο το ύφος έχει ουσία· εξυπηρετεί την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων. Στον Άντερσον, πλέον, το στυλ μοιάζει αυτοσκοπός. Στο The Phoenician Scheme, βλέπουμε χαρακτήρες να επιβιώνουν από αεροπορικά δυστυχήματα χωρίς καν να ανοιγοκλείσουν τα μάτια τους, να πραγματοποιούν μεταγγίσεις αίματος σαν ρομπότ και να αναφέρονται σε φόνους αγαπημένων προσώπων χωρίς ίχνος συναισθήματος.

Και κάπου εδώ, αναγκαστικά, φτάνουμε στον Μπέρτολτ Μπρεχτ και τη θεωρία της αποστασιοποίησης. Ο Γερμανός δραματουργός ήθελε να αποσπά τον θεατή από τη συναισθηματική βύθιση ώστε να τον οδηγήσει σε κριτική σκέψη. Ίσως ο Άντερσον να προσπαθεί να κάνει κάτι αντίστοιχο — αλλά χωρίς κάποιο πολιτικό ή υπαρξιακό σχόλιο, και με σκηνικά τόσο περίτεχνα, που το μάτι χάνεται στις λεπτομέρειες αντί να αποσπάται. Οπότε το αποτέλεσμα είναι ένας κινηματογραφικός καμβάς για Instagram, αλλά όχι μια εμπειρία που αγγίζει την ψυχή.

Το ειρωνικό είναι πως ο Άντερσον έχει ήδη αποδείξει πως μπορεί να χρησιμοποιήσει το deadpan για συναισθηματική ένταση. Στο Rushmore (1998), ίσως την καλύτερη του ταινία, η ψυχρότητα των διαλόγων αναδεικνύει τη μοναξιά και την εσωτερική ένταση των δύο πρωταγωνιστών — ενός έφηβου και ενός πλούσιου βιομηχάνου, που βρίσκονται μεταξύ τους σαν δύο χαμένοι καθρέφτες.

Ο Λάνθιμος, αντίθετα, συνεχίζει να επαναπροσδιορίζει τι σημαίνει «στυλ με περιεχόμενο». Ο κόσμος του είναι εξίσου ιδιαίτερος, εξίσου ειρωνικός, εξίσου καλλιτεχνικός, αλλά ποτέ κενός. Αντιθέτως, γεμάτος υπαρξιακά ερωτήματα, ανατροπές, και χαρακτήρες που μας προκαλούν να νιώσουμε ακόμα και μέσα από την πιο αφηρημένη ερμηνεία.

Ίσως λοιπόν, δεν είναι πως ο Άντερσον πρέπει να αποσυρθεί — αλλά πως πρέπει να θυμηθεί γιατί άρχισε να φτιάχνει ταινίες εξαρχής. Γιατί, σήμερα, όταν κοιτάμε μια ταινία του Λάνθιμου, βλέπουμε κάτι βαθιά ανθρώπινο πίσω από την αποστασιοποίηση. Κι όταν κοιτάμε μια ταινία του Άντερσον, απλώς… κοιτάμε.

ΠΗΓΗ

Ακολουθήστε το simpleradio.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Written by: Ομάδα Σύνταξης

Rate it

Post comments (0)

Leave a reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.


Cookie Consent with Real Cookie Banner